Ένας μονο αρκεί!
Μία μέρα μετά τα Χριστούγεννα! 26 Δεκεμβρίου! Η Άγια και Μαγική Νύχτα των Χριστουγέννων ανάλαφρα ταξίδεψε πάνω στα φτερά των αγγέλων και μια βαθιά ησυχία απλώθηκε στον κόσμο. Οι γιορτές, οι χαρές και τα τραγούδια της μέρας των Χριστουγέννων έχουν δώσει την θέση τους σε μια πιο βαθιά, ησυχαστική, και χαλαρή διάθεση.
Ο Ντρίπης που ως γνωστόν είναι ατακτούλης και του αρέσει η φασαρία και το νταβαντούρι είναι λίγο απογοητευμένος. «Δηλαδή τώρα δεν θα έχω να κάνω τίποτα; Δεν θα έχω κάποιον να τραγουδήσω, να οργανώσω μια φάρσα; Αυτό δεν είναι καθόλου της φύσης και της νοοτροπίας μου!».
Την ώρα που τα σκεφτόταν αυτά σαν να του φάνηκε ότι άκουσε ένα αναφιλητό. Παραξενεύτηκε. «Τέτοιες ημέρες όλοι είναι χαρούμενοι και ευχαριστημένοι» σκέφτηκε. Όμως, το αναφιλητό ακούστηκε ξανά. Δεν ήταν ακριβώς κλάμα, ήταν ένα βαθύ παράπονο που έβγαινε και απλωνόταν στον χώρο. Ο Ντρίπης δεν ήταν από τα ξωτικά που θα μπορούσε ν' αφήσει μια τέτοια κατάσταση να περάσει χωρίς να την εξιχνιάσει. Ήταν περίεργος σαν γάτα, και είχε τα ένστικτα ενός ντετέκτιβ και ψυχολόγου μαζί. Ασυνήθιστος συνδυασμός! Άρχισε λοιπόν να ψάχνει με τ’ αυτιά τεντωμένα, την διαίσθηση και τα ένστικτα όλα στο φουλ, να βρει από πού ερχόταν αυτό το παραπονεμένο κλάμα.
Άρχισε να πετά πάνω από την πόλη κάνοντας κύκλους ξανά και ξανά ώσπου άρχισε να εντοπίζει την περιοχή από την οποία ερχόταν το αναφιλητό. Τα ξωτικά είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα, παρότι κάνουν τα ανθεκτικά και τα δυνατά. Οι καρδιές τους νιώθουν βαθιά τα κύματα της χαράς ή της λύπης, και γι’ αυτό μπορούν εύκολα να εντοπίσουν την πηγή κάποιου έντονου συναισθήματος - είτε είναι αυτό χαρά, είτε είναι λύπη.
Να μην σας τα πολυλογώ, τελικά ο Ντρίπης βρήκε το σπίτι απ' όπου έβγαινε το αναφιλητό. Ήταν ένα μικρό, φτωχικό σπίτι, σκοτεινό, χωρίς ρεύμα, που είχε μόνο δύο δωμάτια. Στο ένα κοιμόταν μια γιαγιά, κουκουλωμένη με πολλές κουβέρτες. Στο άλλο, που ήταν και καθιστικό και κουζίνα, ήταν το κρεβάτι ενός μικρού κοριτσιού, της Λιλίκας. Η Λιλίκα μισοκοιμόταν και μισοέκλαιγε, σκεπασμένη με κάτι φθαρμένες κουβέρτες. Από κάτω απ' αυτές τις κουβέρτες έβγαινε το αναφιλητό που είχε ακούσει ο Ντρίπης.
Η Λιλίκα έμενε μόνη με την γιαγιά της γιατί οι γονείς της είχαν φύγει στο εξωτερικό για να βρουν δουλειά και να μαζέψουν κάποια χρήματα. Η γιαγιά είχε μια σύνταξη που κάτι κάλυπτε, αλλά δεν υπήρχαν χρήματα για όλα όσα κάθε παιδί θα ήθελε να έχει ιδιαίτερα την περίοδο των γιορτών των Χριστουγέννων. Η Λιλίκα στενοχωριόταν που δεν είχαν φως και αρκετό φαγητό, αλλά πιο πολύ πόναγε γιατί μέσα της πίστευε ότι οι γονείς της έφυγαν και την άφησαν μόνη με την γιαγιά γιατί είχε κάνει κάτι κακό. Δεν θυμόταν τι κακό είχε κάνει, αλλά δεν μπορεί, κάτι θα είχε κάνει για να την αφήσουν μόνη και να μην έχει την φροντίδα και την αγάπη τους. Όλα αυτά βάραιναν την καρδιά της Λιλίκας και της έφερναν θλίψη και πόνο, που με τις γιορτές γινόταν πιο έντονος και καταπιεστικός.
Όλα αυτά ο Ντρίπης τα ένιωσε μόλις είδε την Λιλίκα σ’ εκείνο το κρεβατάκι. Τι ξωτικό θα ήταν άλλωστε, αν δεν μπορούσε να τα καταλάβει αυτά; Ο Ντρίπης πήγε κοντά της και κάθισε στο κρεβατάκι της και άρχισε να της μιλά:
-«Γειά σου, είμαι ο Ντρίπης» είπε με ψιθυριστή φωνή!
Η Λιλίκα πετάχτηκε. Άκουσε την φωνή αλλά δεν καταλάβαινε από πού ερχόταν. Ήξερε ότι ήταν μόνη της στο δωμάτιο και η γιαγιά της κοιμόταν. Δεν υπήρχε κανένας άλλος μέσα στο σπίτι.
-«Εεεδώ είμαι! Δεν με ακούς;» είπε ο Ντρίπης με λίγο πιο δυνατή φωνή.
Η Λιλίκα προσπάθησε να βρει από πού ακουγόταν η φωνή και να βεβαιωθεί ότι δεν κοιμάται.
-«Καλά κουφάλογο είσαι, παιδάκι μου; Εγώ είμαι, ο Ντρίπης. Εσένα πώς σε λένε;» είπε αν και ήξερε το όνομά της. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο ν' αρχίσει η συζήτηση.
-«Λιλίκα με λένε» απάντησε το κοριτσάκι, ενώ ακόμη προσπαθούσε να δει από έβγαινε αυτή η φωνή.
-«Χάρηκα Λιλίκα» ακούστηκε αμέσως η απάντηση.
-«Περίεργο όνομα έχεις. Ντρίπης!» Η Λιλίκα άρχισε να συνειδητοποιεί ότι κάποιος ήταν εκεί και της μιλούσε.
Ο Ντρίπης της συστήθηκε σαν κύριος. Της είπε ποιος είναι, ότι είναι ξωτικό των ουρανών, και ότι είχε ακούσει το αναφιλητό της και βάλθηκε να ψάξει να την βρει γιατί είχε συγκινηθεί από τους ήχους που έβγαιναν από την πληγωμένη καρδούλα της.
-«Εμείς τα ξωτικά βρισκόμαστε γύρω από τους ανθρώπους όλες τις μέρες και όλες τις ώρες αλλά δεν μας καταλαβαίνετε και δεν μας ακούτε, παρά μόνο αν ανοίξετε την καρδιά σας. Εσύ Λιλίκα με ακούς και με καταλαβαίνεις γιατί με όλα όσα περνάς, η πληγωμένη σου καρδιά έχει ανοίξει και προσπαθεί ν’ ακούσει και να ενωθεί με άλλες καρδιές για να γίνει καλά» είπε ο Ντρίπης με απαλή φωνή.
Η Λιλίκα δεν τα πολυκατάλαβε αυτά που της είπε ο Ντρίπης. Μόνο μια λέξη της χτύπησε στο αυτί και καρφώθηκε στο μυαλό της: «πληγωμένη». Αυτό ήταν αρκετό για ν' αρχίσει και πάλι το αναφιλητό που γινόταν πιο δυνατό, πιο γοερό, και σπαρακτικό, γιατί τώρα είχε κάποιον για να μοιραστεί τον πόνο.
-«Έλα Λιλίκα ησύχασε», είπε καθησυχαστικά ο Ντρίπης. «Να είσαι σίγουρη ότι κάτι θα βρούμε να κάνουμε για να σε βοηθήσουμε».
-«Θέλω την μαμά μουου, θέλω τον μπαμπά μουου», άρχισε να λέει παραπονεμένα και με κλάματα.
Τόσο καιρό ένιωθε πόνο και θλίψη, αλλά δεν ήθελε να στενοχωρήσει την γιαγιά της και έτσι δεν έκλαιγε και δεν μίλαγε γι’ αυτό. Τώρα που κάποιος βρέθηκε να την νιώθει και να μπορεί να την ακούσει, η μικρούλα δεν μπορούσε άλλο να συγκρατηθεί και άφησε τον πόνο ν’ αναβλύσει από τα βάθη της. Αγαπούσε την γιαγιά της πάρα πολύ, αλλά δεν ήταν το ίδιο με τους γονείς της, όσο και αν προσπαθούσε η κακομοίρα να την περιβάλει με αγάπη και στοργή.
-«Κλάψε Λιλίκα, όσο θες» είπε ο Ντρίπης. «Κλάψε να ξαλαφρώσεις. Μην κρατάς τον πόνο μέσα σου. Είμαι εγώ εδώ για σένα. Να ξέρεις ότι κάτι θα σκεφτούμε να κάνουμε για να σε βοηθήσουμε», είπε ο Ντρίπης με την βεβαιότητα ενός γονιού. Και πράγματι, άρχισε να σκέπτεται τι θα μπορούσε να κάνει για να δώσει χαρά στην Λιλίκα, που είχε τόσο πόνο στην καρδιά και της έλειπαν οι γονείς της.
Σκέφτηκε να της φέρει ένα πανέμορφο δώρο, μια κούκλα ίσως ή ένα ηλεκτρονικό, αλλά μέσα του ήξερε ότι αυτό δεν θα θεράπευε την καρδούλα της Λιλίκας. Σκέφτηκε να πάρει μια σόμπα με υγραέριο που να ζεσταίνει το δωμάτιο καλύτερα για να μην παγώνουν τις κρύες νύχτες του χειμώνα, αλλά ούτε αυτό τον ικανοποιούσε. Κάτι άλλο έπρεπε να σκεφτεί. Κάτι άλλο έπρεπε να βρει. Κάτι πιο ασυνήθιστο, πιο παράξενο, ώστε να βγάλει την Λιλίκα απ' αυτή την άβυσσο μέσα στην οποία βυθιζόταν. Ξαφνικά, ως δια μαγείας, η λύση ήρθε στο μυαλό του. Η ξωτικίσια του διαίσθηση και το μαγικό του ένστικτο τον οδήγησαν:
Μικρούλα μου Λιλίκα,
άσε τα φτερά σου ν’ ανοιχτούν,
την όμορφη καρδιά σου,
άσε τους αγγέλους να την δουν!
Κοντά σου πάντα είμαι,
ακούω την φωνή σου από μακριά,
και όταν ανάγκη μ’ έχεις,
έρχομαι αμέσως εδώ κοντά.
Στηρίξου στην καρδιά μου,
που είναι δυνατή,
άστην να σ’ οδηγήσει,
για να θεραπευτείς.
Άφησε τα φτερά σου απαλά να τεντωθούν,
την όμορφη καρδιά σου,
άσε τους αγγέλους να την δουν!
Μ’ αυτά τα στιχάκια που άρχισε να τραγουδά ο Ντρίπης, όλη η ατμόσφαιρα μέσα στο μικρό δωμάτιο άρχισε ν’ αλλάζει. Ένας αγγελομαγεμένος άνεμος, γεμάτος χρυσές φυσαλίδες, απλώθηκε στο δωμάτιο και οι μικρές χρυσές φυσαλίδες γέμισαν τον χώρο. Η Λίλικα και ο Ντρίπης έγιναν τόσο ανάλαφροι που ο μαγεμένος άνεμος άρχισε να τους ανεβάζει ψηλά, σαν να τους σήκωναν φτερά αγγέλων.
Η Λιλίκα τρόμαξε και άρπαξε σφιχτά τον Ντρίπη. Μόλις τον έπιασε, ένιωσε την σιγουριά του και την δύναμη του και ησύχασε. Ο μαγεμένος άνεμος τους πήρε και τους ταξίδεψε μακριά, μακριά, μακριά… μέχρι που ο Ντρίπης και η Λιλίκα βρέθηκαν να είναι μέσα στο σαλόνι ενός σπιτιού. Το σπίτι ήταν απλό και λιτό. Δεν είχε πολυτέλειες, αλλά ήταν καθαρό και τακτοποιημένο. Στο σαλόνι υπήρχε ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο με κάποια στολίδια και στο τραπέζι υπήρχαν πιάτα για τρία άτομα.
Η Λιλίκα ακόμη κρατούσε τον Ντρίπη και προσπαθούσε να καταλάβει που ήταν και τι είχε γίνει. Ποιο ήταν αυτό το σπίτι και γιατί βρισκόταν εκεί;
Ο Ντρίπης είπε «Όλα είναι εντάξει Λιλίκα. Μην ανησυχείς. Θα δεις τώρα τι ωραία πράγματα θα γίνουν εδώ!»
Με δυο κινήσεις του χεριού του, περίεργες και μαγικές, κάλεσε όλους τους φίλους του τα ξωτικά να βοηθήσουν να φτιάξουν και να ομορφύνουν αυτό το σπίτι. Όλων των ειδών τα ξωτικά εμφανίστηκαν αμέσως, και καθένα άρχισε να κάνει τα δικά του αλλόκοτα κόλπα. Το λιτό και απλό σπιτάκι άρχισε ν’ αλλάζει όψη. Στολίδια εμφανίστηκαν παντού. Το Χριστουγεννιάτικο δένδρο μεγάλωσε και γέμισε μπάλες. Πολύχρωμα φωτάκια με διάφορα σχέδια στόλισαν το δένδρο και αναβόσβηναν δημιουργώντας μια γιορτινή ατμόσφαιρα. Παντού μέσα στο δωμάτιο αμέτρητα κουτιά με δώρα εμφανίστηκαν, τυλιγμένα με πολύχρωμα χαρτιά και λαμπερές κορδέλες.
Οι φίλοι του Ντρίπη πέταγαν παντού ολόγυρα πασπαλίζοντας τα πάντα με χρυσόσκονη. Η ατμόσφαιρα άρχισε να ζεσταίνεται και το σπίτι μεταμορφωνόταν λεπτό με το λεπτό. Η αλλαγή ήταν τόσο μεγάλη που σχεδόν δεν μπορούσες να αναγνωρίσεις ότι ήταν το ίδιο σπίτι. Μία ατμόσφαιρα αγάπης, χαράς και γιορτής γέμιζε όλο το σπίτι.
Η εξώπορτα ακούστηκε ν’ ανοίγει και ένα κουρασμένο αντρόγυνο μπήκε σπίτι. Τα πρόσωπά τους φαίνονταν τόσο κατάκοπα που ήταν σίγουρο ότι δεν είχαν καμία διάθεση για χαρές ή πανηγύρια ή γιορτές. Και πως θα μπορούσαν να νιώθουν χαρά και ευχαρίστηση, αφού το κοριτσάκι τους που το υπεραγαπούσαν ήταν μακριά τους, και αυτοί ένοιωθαν σαν να ήταν στην εξορία; Η Λιλίκα τους έλειπε τόσο πολύ, και ένιωθαν τόσο άσχημα που ήταν μόνη της με την γιαγιά της. Η καρδιά τους θλιβόταν από την σκέψη ότι ήταν μόνη της, και μαύρα σύννεφα τους βασάνιζαν κάθε μέρα.
Όμως, μόλις μπήκαν σπίτι τους ένοιωσαν ότι κάτι είχε αλλάξει. Δεν μπορούσαν να πουν ακριβώς τι είχε γίνει. Σαν η ατμόσφαιρα να ήταν πιο γεμάτη. Σαν να υπήρχε κάτι που τους έπαιρνε τον πόνο και το βάρος και τους γέμιζε την καρδιά με χαρά. Μπήκαν στο σαλόνι πιο ανάλαφροι και εκεί βρήκαν την μικρή τους κορούλα, την Λιλίκα, να τους υποδέχεται με χαμόγελο και χαρά. Δεν μπορούσαν να κουνηθούν! Δεν μπορούσαν να το πιστέψουν! Δεν ήταν δυνατόν!
Δεν ήξεραν τι να σκεφτούν, αλλά όρμησαν και οι δύο και αγκάλιασαν το τρυφερό και γλυκό κοριτσάκι τους τόσο πολύ που κόντεψαν να το σκάσουν! Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν με κανένα τρόπο αυτό που είχε συμβεί. Αλλά εκείνη την στιγμή δεν τους ένοιαζε να εξηγήσουν. Οι τρεις τους έγιναν ένα κουβάρι, αγκαλιάζοντας και φιλώντας ο ένας τον άλλο. Εκείνη την στιγμή, είχαν και οι τρεις μέσα τους αποφασίσει ότι δεν θα ξαναχώριζαν ποτέ. Ό,τι κι αν αποφάσιζαν να κάνουν, θα το ζούσαν και οι τρεις μαζί. Θα ζούσαν παρέα και τις χαρές και τις δυσκολίες που φέρνει η ζωή.
Ο Ντρίπης και η παρέα του πετούσαν σύρριζα στο ταβάνι, γελώντας και τραγουδώντας. Ήταν τόσο χαρούμενοι! Δεν είναι δα και τόσο συχνά να μπορείς να ζήσεις ένα θαύμα και να ενώσεις μια οικογένεια που ήταν χωρισμένη και πονεμένη. Η Λιλίκα χωμένη ανάμεσα στους δύο γονείς της κοιτούσε τον Ντρίπη στο ταβάνι, χαμογελώντας και λάμποντας από ευτυχία.
Τι άλλο θα μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί ο Ντρίπης για δώρο; Τι άλλο θα μπορούσε να χρειάζεται για να ζήσει την χαρά των Χριστουγέννων; Και ο Ντρίπης σήμερα είχε καταφέρει να γίνει ο ίδιος το θαύμα που χρειαζόταν η Λιλίκα. Τα μάτια του έλαμπαν από συγκίνηση και χαρά.
Στο τραγούδι της χαράς των ξωτικών ξαφνικά προστέθηκαν οι μελωδίες των αγγέλων, που είχαν εμφανιστεί παντού μέσα στο δωμάτιο, και είχαν ενωθεί προστατεύοντας τα ξωτικά και τους ανθρώπους. Άνθρωποι, ξωτικά και άγγελοι είχαν φτιάξει μία αλυσίδα αγάπης και χαράς, που ακουγόταν στους πιο ψηλούς ουρανούς, και στους πιο μακρινούς ήλιους.
Ναι, ο Ντρίπης σήμερα, 26 Δεκεμβρίου, είχε γίνει ο ίδιος το θαύμα που χρειαζόταν για να θεραπευτεί ο πόνος της Λιλίκας και να ξαναγεννηθεί η χαρά της αγάπης μέσα της. Το αναφιλητό ενός παιδιού και το νοιάξιμο ενός μόνο ξωτικού, ήταν αρκετά για να ενωθούν όλες οι χορδές της αγάπης σε όλους τους ουρανούς. Ήταν αρκετά για να ζήσουν όλοι ένα θαύμα αγάπης.
Ο Ντρίπης για πρώτη φορά είδε τους αγγέλους που τον προστάτευαν και άκουσε τις φωνές τους. Η Λιλίκα για πρώτη φορά ένιωσε ότι δεν είναι μόνη και πως ένα ξωτικό μόνο αρκούσε για να συμβεί το μεγαλύτερο θαύμα αγάπης για εκείνην. Οι γονείς της σήμερα έσβησαν το πονεμένο παρελθόν έχοντας αναθεωρήσει την στάση τους, και συνειδητοποίησαν ότι η αγάπη μένει πάντα ενωμένη και στα εύκολα και στα δύσκολα. Και τέλος, εγώ, ο Ρόργος που σας διηγήθηκα την ιστορία, συγκλονίστηκα από την μαγική αλυσίδα της αγάπης, έτσι καθώς ενώνει τους πάντες και τα πάντα παντού, χωρίς να διαχωρίζει κανένα κόσμο και καμία ύπαρξη. Και τέλος, η Χαριτίνη που βοήθησε τον Ρόργο, συγκλονίστηκε και εκείνη από την δύναμη που έχει ένας και μόνο ένας να φέρνει εδώ στην γη την δύναμη όλων των ουρανών και όλης της αγάπης, απλώς γιατί νοιάζεται, απλώς γιατί αγαπά!
Μπορεί το Χριστουγεννιάτικο δώρο της Λιλίκας να είχε καθυστερήσει μία μέρα, αλλά ήταν το πιο υπέροχο δώρο που θα μπορούσε να ονειρευτεί ή να τολμήσει να φανταστεί. Μπορεί το δώρο του Ντρίπη επίσης ν’ άργησε μία μέρα αλλά ήταν τόσο μεγάλο που δεν μπορούσε να χωρέσει την ίδια μέρα με όλων των υπολοίπων.
Καθώς οι ώρες περνούσαν, τα ξωτικά άρχισαν να απομακρύνονται αργά από το σπίτι της Λιλίκας, ενώ ο Ντρίπης μονολογούσε λέγοντας
«Μερικές φορές εσύ γίνεσαι το θαύμα, για να δοθεί σε κάποιον άλλο το δώρο των Χριστουγέννων».
Γι’ αυτό σου λέω, αγαπημένε μου, Εσύ είσαι ένα Θαύμα κάθε φορά που νοιάζεσαι για κάποιον άλλον, κάθε φορά που αφήνεις την αγάπη μέσα σου να πάρει πρωτοβουλίες, κάθε φορά που ξεβολεύεσαι προκειμένου να βοηθήσεις το έργο της αγάπης επί γης. Όταν εσύ εδώ στην γη γίνεσαι Θαύμα, οι ουρανοί και η γη ολόκληρη είναι πάντα στην υπηρεσία σου, γιατί δεν υπάρχει κανένα πιο όμορφο αφεντικό να έχεις στην ζωή σου, παρά την αγάπη σου!
Η συγκινημένη νεράϊδα Χαριτίνη, το ξωτικό, Ρόργος, με την ευαίσθητη καρδιά, kαι η Λιλίκα, χάρη στην οποία έγιναν όλα αυτά!
copyright 2013-2022
Kommentare